Ποια είναι η κατάλληλη ηλικία για να αναπολήσει κάποιος το πρώτο ερωτικό του σκίρτημα; Και όταν το κάνει, θα είναι σε θέση να τα θυμηθεί όλα όπως έγιναν ή θα εξιδανικεύσει και θα ωραιοποιήσει τις καταστάσεις; Ποιος ο ρόλος της Μνήμης στη ζωή των ανθρώπων γενικότερα;
Ο Μπάνβιλ στο παρόν μυθιστόρημα παίζει με το Χρόνο και τη ζωή ενός 65χρονου που έχει πληγεί από την αυτοκτονία της κόρης του και θέλοντας να γράψει ένα βιβλίο-επιστολή(;) αναπολεί την εφηβική του ηλικία σε μια επαρχία της Ιρλανδίας.
Ο 65χρονος Αλεξάντερ Κλιβ, άνεργος ηθοποιός εδώ και χρόνια, βιώνει μαζί με την γυναίκα του την ξαφνική απώλεια της μοναχοκόρης τους. Έχουν κλειστεί και οι δυο σε μια καθημερινή ρουτίνα, στην οποία παρεμβαίνουν πού και πού αχτίδες φωτός, τόσο κυριολεκτικές όσο και μεταφορικές. Μία από αυτές τις εκλάμψεις θα είναι και η θύμηση του πρώτου ερωτικού σκιρτήματος του Αλεξάντερ. Γυρνάμε 50 χρόνια πίσω σε μια επαρχιακή περιοχή της Ιρλανδίας, όπου ο ήρωας θα ερωτευτεί την κατά 20 χρόνια μεγαλύτερή του, μητέρα του καλύτερού του φίλου, την κυρία Γκρέι, όπως θα αναφέρεται χαρακτηριστικά σε όλο το μυθιστόρημα. Οι δυο τους θα συνάψουν μια απαγορευμένη σχέση η οποία θα κρατήσει κάτι λιγότερο από πέντε μήνες. Ωστόσο στα μάτια του έφηβου Αλεξάντερ, αλλά και στου ενήλικα, θα κρατήσει παραπάνω και θα τον καθορίσει για το υπόλοιπο της ζωής του.
Ταυτόχρονα με την αφήγηση αλά Λολίτα στο αντίστροφο, ο Μπάνβιλ θα βάλει τον ήρωά του να συμμετέχει στα γυρίσματα μιας ταινίας με τον καθόλου τυχαίο τίτλο Η επινόηση του παρελθόντος. Εκεί θα έρθει αντιμέτωπος όχι μόνο με το σενάριο που είναι γεμάτο αναφορές στον Χρόνο αλλά και στη Φιλοσοφία, αλλά και με την συμπρωταγωνίστριά του η οποία έχει αυτοκαταστροφικές τάσεις, κάτι που του θυμίζει την κόρη του.
«Αν είχα δείξει την πρέπουσα προσοχή στο χρόνο και τα μυστήριά του, τότε ίσως να μπορούσε να εξηγηθεί το τσίμπημα της ακαθόριστης λύπης στην καρδιά. Αλλά ήμουν νέος και δεν διέκρινα στον ορίζοντα το τέλος, κανενός είδους τέλος..»
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα είχα την εντύπωση ότι μου έλειπαν πολλά κομμάτια για να κατανοήσω αναφορές του συγγραφέα. Και πώς όχι άλλωστε, αφού το βιβλίο αποτελεί το τελευταίο μέρος μιας άτυπης τετραλογίας (Έκλειψη, Θάλασσα, Σάβανο) με πρωταγωνιστές τόσο τους ήρωες του παρόντος βιβλίου όσο και ονόματα που τυχαία (ή όχι) προσπερνούν τις σελίδες μας. Ωστόσο αυτό που με κράτησε στις «μπερδεμένες ζωές» του Μπάνβιλ, όπως αναφέρει η κριτικός του New Yorker Joan Acocella, ήταν η μαγική του γραφή. Ο Μπάνβιλ ακολουθεί πιστά τη συμβουλή του Orwell «ότι η λογοτεχνία πρέπει να είναι καθαρό γυαλί που μας επιτρέπει να βλέπουμε μέσα από αυτό».
«Πόσο συχνά μοιάζει το παρελθόν με παζλ από το οποίο λείπουν τα πιο καίρια κομμάτια.»
Υπέροχος γλωσσοπλάστης, άριστος χρήστης της γλώσσας και των γραμματικών της στοιχείων, εξαιρετικός στις λεπτομερείς περιγραφές σκηνών αλλά και συναισθημάτων. Πολλές φορές είχα την εντύπωση ότι περπατούσα μαζί με τους ήρωες και διέκρινα στον δρόμο τα λουλούδια και τις αποχρώσεις που έπαιρναν από το «Αρχαίο Φως». Ένα βιβλίο γεμάτο γρίφους για την ανθρώπινη μνήμη και για το ποια είναι η σημασία της στη ζωή μας. Προφανώς και διαβάζεται αυτοτελώς, μόνο και μόνο για να απολαύσει κανείς αυτή την εξαιρετική μαεστρία του λόγου, να ταξιδέψει σε μια επαρχία της Ιρλανδίας εκεί γύρω στις αρχές του ’60 και τέλος να κατανοήσει το μυαλό και τις εκφάνσεις του ενός 65χρονου που αναπολεί λάθη ή και όχι.
Ο συγγραφέας έχει βραβευτεί πολλές φορές και θεωρείται ένας από τους καλύτερους ιρλανδούς εκπροσώπους της λογοτεχνίας. Το 2005 βραβεύεται με το Booker για το μυθιστόρημα η Θάλασσα. Ο Μπάνβιλ γράφει και με μια άλλη ταυτότητα- ψευδώνυμο αυτή του Μπέντζαμιν Μπλακ. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και εδώ κυριαρχεί ένας άτυπος δυισμός, τόσο του συγγραφέα όσο και αυτόν που συναντήσαμε στους ήρωες του παραπάνω μυθιστορήματος.
Το παρόν βιβλίο έχει βραβευτεί με το Ιρλανδικό βραβείο ως Μυθιστόρημα της Χρονιάς το 2012.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη και έχει μεταφραστεί από τα αγγλικά από την Τόνια Κοβαλένκο.
[Η αρχική παρουσίαση της κριτικής έγινε στο site «Dreamers & Co» στις 14/06/2017]