Η παρούσα στήλη του blog ξεκίνησε φέτος το ψηφιακό και φωτογραφικό της ταξίδι ως μια αναγνωστική ανάγκη να μοιραστώ προτάσεις ξεχωριστών βιβλίων, που είτε διάβασα είτε επιθυμώ να διαβάσω. Στην πρώτη περίπτωση έγραφα αναλυτικά κείμενα, ενώ στη δεύτερη έκανα μια σύντομη παρουσίαση. Στόχος πάντα, ήταν οι επιλογές να διαβάζονται ή να αναζητούνται μέσα στις ώρες ενός ξεκούραστου Σαββατοκύριακου.
<<>>
Σήμερα, είναι το τελευταίο Βιβλίο της Παρασκευής ενός περίεργου χρόνου. Το έργο του Robert Penn Warren αναφέρθηκε, σύντομα όμως, και σε σχετικό φωτογραφικό post στο fan page του blog, στις 13 Νοεμβρίου. Μέσα σε όλο αυτό το διάστημα, το οποίο συνέπεσε με την δεύτερη καραντίνα, το βιβλίο διαβάστηκε ενδελεχώς και εντάχθηκε, χωρίς δεύτερη σκέψη, στις κορυφαίες αναγνωστικές επιλογές της χρονιάς που φεύγει.
«Η γνώση είναι ο στόχος του ανθρώπου, όμως υπάρχει ένα πράγμα που δεν μπορεί να το γνωρίζει. Δεν μπορεί να γνωρίζει αν η γνώση θα τον σώσει ή θα τον σκοτώσει. Έτσι κι αλλιώς θα σκοτωθεί, αλλά δεν μπορεί να ξέρει αν σκοτώνεται εξαιτίας της γνώσης που κατέχει ή εξαιτίας της γνώσης που δεν κατέχει, που, αν την κατείχε, θα τον έσωζε. Είναι και το σφίξιμο στο στομάχι, αλλά τον ανοίγεις τελικά τον φάκελο, πρέπει να τον ανοίξεις τον φάκελο, γιατί ο στόχος του ανθρώπου να γνωρίζει.»
Νομίζω, ότι, μετά από αρκετά χρόνια, πρώτη φορά ένα λογοτεχνικό μου ανάγνωσμα περιέχει τόσες πολλές υπογραμμίσεις και σημειώσεις όσο αυτό το βιβλίο. Έχετε νιώσει, αλήθεια, πλουσιότεροι μετά την ανάγνωση ενός βιβλίου; Αυτό το συναίσθημα με κατέκλισε με το αριστούργημα «Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά». Μόνο τυχεροί είναι οι έλληνες αναγνώστες που θα διαβάσουν ένα τόσο σπουδαίο έργο, όχι μόνο λόγω της σημασίας του περιεχομένου του, αλλά γιατί θα έχουν τη χαρά να ανακαλύψουν την εκπληκτική μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου, που με μοναδική μαεστρία μας μεταφέρει το ύφος του συγγραφέα και τη ζωή των ηρώων του.
Καθώς διάβαζα το βιβλίο, δεν επαναπαυόμουν μόνο στην ανάγνωσή του, αλλά έψαχνα παράλληλα πληροφορίες γι’ αυτό. Αναζητώντας, ανακάλυψα ότι μεταφέρθηκε δύο φορές στην κινηματογραφική οθόνη. Δυστυχώς, όμως, βλέποντας τη δεύτερη και πιο σύγχρονη μεταφορά του, ομολογώ ότι απογοητεύτηκα. Η δύναμη του γραπτού λόγου δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα με την κινηματογραφική μεταφορά. Ακόμα και η οπτικοποίηση ορισμένων γεγονότων του βιβλίου, ωχριά μπροστά στην συγκλονιστική πένα του Warren. Η Wikipedia, επίσης, διατηρεί ένα αναλυτικό & ενδιαφέρον λήμμα, το οποίο, όπως συνειδητοποίησα, οικειοποιήθηκαν αρκετοί στη χώρα μας όταν θέλησαν να μιλήσουν για το βιβλίο. Αυτό, ωστόσο, που είναι άξιο αναφοράς είναι ότι το έργο αν και γράφτηκε το 1946, μόλις το 2018 κυκλοφόρησε ένας αναγνωστικός οδηγός του, γεμάτος από επιστημονικά κείμενα που αφορούν το ρόλο του βιβλίου σε θέματα όπως η πολιτική, ο λαϊκισμός, η δύναμη της ρητορικής και η ηθική του ατόμου. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στη χώρα μας σχεδόν μία βδομάδα πριν τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Πώς όλα αυτά συνδυάζονται, πραγματικότητα και μυθοπλασία; Πόσο διαχρονικά επίκαιρα είναι τελικά όλα;
«Μπορούσα να θυμηθώ, όμως δεν ήθελα να θυμηθώ. Αν το ανθρώπινο είδος δεν θυμόταν, θα ήταν απόλυτα ευτυχισμένο. Πήγα ένα φεγγάρι στο πανεπιστήμιο και σπούδασα Ιστορία κι αν έμαθα κάτι από τη μελέτη της Ιστορίας ήταν αυτό ακριβώς. Ή για να είμαι πιο ακριβής, αυτό ακριβώς νόμιζα ότι αποκόμισα.»
Ομολογουμένως, αυτό το αριστούργημα της αμερικανικής λογοτεχνίας είναι βαθιά πολιτικό, αν και ο συγγραφέας του το είχε αρνηθεί ως χαρακτηρισμό. Ο Warren αναφέρει ότι είναι ένα βιβλίο ανάλυσης της ανθρώπινης ύπαρξης. Ωστόσο, μόνο όταν κάποιος αποκτά την εξουσία, και δη την πολιτική, έρχεται στην επιφάνεια το πραγματικό του πρόσωπο και ο χαρακτήρας του. Διαβάζοντας, ωστόσο, το βιβλίο ο αναγνώστης καταλήγει ότι στόχος του συγγραφέα είναι να αναδείξει τη δύναμη που κρύβει η ανακάλυψη της αλήθειας και της γνώσης, γύρω από διάφορα θέματα που, φυσικά, έχουν ως κεντρικό μοχλό την ανθρώπινη προσωπικότητα και συμπεριφορά. Η αλήθεια πρέπει να σε απελευθερώνει, τονίζει ο ήρωάς-αφηγητής του.
«Λέγεται ότι οι όροι που καθορίζουν την ύπαρξή σου είναι αυτοί της σχέσης σου με τους άλλους. Αν δεν υπήρχαν οι άλλοι δεν θα υπήρχες κι εσύ, διότι αυτό που κάνεις, που είναι αυτό που είσαι, έχει νόημα μόνο σε σχέση με τους άλλους.»
Το έργο ξεκινά in media res, με έναν παντογνώστη αφηγητή, τον δημοσιογράφο Τζακ Μπέρντεν, ο οποίος μας μεταφέρει τα γεγονότα που συνέβησαν σε μια από τις πολιτείες του αμερικανικού Νότου, την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης του Μεσοπολέμου. Παίρνοντας τις χρονικές αποστάσεις που, μάλλον, του αναλογούν, σαν ένας άλλος ιστορικός αναλυτής, ξεδιπλώνει, μέσω διαφόρων flash back, τα γεγονότα που αφορούν την ανέλιξη ενός απλού ανθρώπου, του Γούιλι Σταρκ, στον θώκο του Κυβερνήτη. Γύρω από αυτόν υπάρχει και κινείται, ακολουθώντας πιστά τις εντολές του, ένα μελίσσι ανθρώπων που είναι προορισμένοι να ικανοποιούν τις ανάγκες του. Από τη σύζυγο και τον γιο του, που στηρίζουν το πρεστίζ του οικογενειάρχη, μέχρι τις ερωμένες, τους καλοθελητές, τους συμβούλους, όλοι τους συμμετέχουν σε έναν άτυπο μηχανισμό εξουσιών. Υπάρχουν όμως κάποιοι που δεν επιθυμούν να γίνουν οι «άνθρωποι του βασιλιά». Όταν συμβαίνει αυτό, όλα ανατρέπονται!
«Η πολιτική είναι δράση και κάθε λογής δράση δεν είναι παρά μια ατέλεια στην τελειότητα της αδράνειας, που είναι η ειρήνη, ακριβώς όπως η ύπαρξη στο σύνολό της δεν είναι παρά μια ατέλεια στην τελειότητα της ανυπαρξίας. Που είναι ο Θεός. Γιατί, αν ο Θεός είναι το τέλειο και το μόνο τέλειο είναι η ανυπαρξία, τότε ο Θεός είναι ανύπαρκτος. Τότε ο Θεός είναι το τίποτα. Το τίποτα δεν παρέχει βάση για κριτική του Όντος στην οντότητά του. Οπότε πού βρίσκεις κάτι να πεις; Οπότε πού αποβιβάζεσαι;»
Το βιβλίο όμως δεν είναι μόνο μια στείρα περιγραφή της ζωής και των έργων αυτού του φτωχοδιάβολου λαοπλάνου, που έκανε πράξη το αμερικανικό όνειρο. Παράλληλα, ο αφηγητής μας, σαν ένα alter ego του κύριου ήρωα, αφηγείται και τη δική του ζωή, η οποία, ηθελημένα ή μη, συνδέεται και επηρεάζεται με αυτήν του Σταρκ, αν και οι χαρακτήρες, η κουλτούρα, η κοινωνική τάξη και τα πιστεύω τους είναι διαμετρικά αντίθετα. Άρα, έχουμε δύο (ίσως και τρεις, κάποιες φορές) ιστορίες μέσα σ’ ένα κύριο έργο, οι οποίες, κάποια στιγμή, τέμνονται.
«Είχε πει ότι το καλό πρέπει να το φτιάξεις μέσα από το κακό, γιατί δεν έχεις από πού αλλού να το φτιάξεις.»
Το βιβλίο ήδη από την αρχή παρουσιάζει προφητικά το τέλος, το οποίο ωστόσο δεν επιφέρει την κάθαρση, όπως θα συνέβαινε σε κάθε άλλη τραγωδία. Αντίθετα, γεννά ερωτήματα ηθικής και θρησκευτικής φύσεως γύρω από τις ανθρώπινες συμπεριφορές και πράξεις, τόσο στο παρελθόν όσο και τον αντίκτυπο αυτών στο παρόν και στο μέλλον. Το ίχνος των πράξεων τους που αφήνουν οι ήρωες στο χρόνο, σαν μια άλλη παρακαταθήκη τους, είναι το κλειδί για την ερμηνεία των γεγονότων που εξελίσσονται στο βιβλίο.
«Δεν είχα καταλάβει τότε αυτό που νομίζω ότι μπορώ πια να καταλάβω: ότι μπορούμε να συντηρήσουμε το παρελθόν μόνο αν έχουμε δικό μας το μέλλον, γιατί είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Άρα μου έλειπε κάποια στοιχειώδης εμπιστοσύνη στον κόσμο και στον εαυτό μου.»
Το έργο είναι το απόλυτο ψυχογράφημα ανθρώπινων καταστάσεων και αντιδράσεων! Και όχι μόνο! Οι λυρικές, από πλευράς λεξιλογίου και ύφους, περιγραφές γεγονότων, στιγμών, ανθρώπων, χαρακτήρων, τοποθεσιών και τοπίων, καιρικών φαινομένων και όποια άλλη λεπτομέρεια φαντάζεται κανείς σε ένα μεγάλο πίνακα ζωγραφικής, καθιστούν το μυθιστόρημα έναν ζωντανό οργανισμό! Κάθε σελίδα του αναπνέει, πάλλεται, αφουγκράζεται κάθε κίνηση, είτε ως δράση είτε ως αντίδραση! Αν και ως αναγνώστρια δεν ταυτίστηκα με κανέναν από τους ήρωες, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επηρεάστηκα συναισθηματικά από τη δυναμική πένα του συγγραφέα.
Ο Warren έγραψε ένα βιβλίο που μιλάει για τα πάντα: για τη ζωή, τον έρωτα, τις οικογενειακές σχέσεις, για την πολυπλοκότητα των γυναικείων και αντρικών χαρακτήρων, για τις επιλογές των ανθρώπων σε κάθε κατάσταση ή γεγονός, για τα πρότυπα, για τον χρηματισμό πολιτικών ή μη, για τις ιδεολογίες, για τη μάζα, για τον εξωραϊσμό του τίποτα, για την αξία των χρημάτων, για την εντιμότητα και την συνείδηση και τα αντίστροφά τους, για την εξιδανίκευση του παρελθόντος και την αναπόλησή του κάθε φορά που δεν αντέχεται το παρόν, για τη σημασία της μόρφωσης, για τη θρησκεία και πόσο επηρεάζει, για το ρόλο της δημοσιογραφίας, για τη μνήμη και τη θεωρία του ιστορικού κόστους και τελικά για τη μυστική γνώση που απελευθερώνει και μπορείς να δεις ξεκάθαρα, πλέον, τα πάντα, αλλά πληρώνοντας και το ανάλογο τίμημα.
«Στο τέλος την απόδιωξα τη σκέψη από το μυαλό μου. Ίσως η μόνη απάντηση, είχα σκεφτεί τότε, ήταν πως, ώσπου να καταλάβουμε το σχήμα μέσα στο οποίο βρισκόμαστε, τα όρια που έχουμε βάλει εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας, είναι πολύ αργά για να δραπετεύσουμε. Μπορούμε να ζήσουμε μόνο βάσει των ορίων που έχουμε θέσει, σαν τον φυλακισμένο στο κλουβί, όπου δεν μπορεί να ξαπλώσει, να σταθεί όρθιος ή να καθίσει, διότι η δικαιοσύνη έχει ορίσει να είναι κρεμασμένος για να τον βλέπει ο κόσμος. Από την άλλη, τα όρια που έχουμε θέσει στον εαυτό μας είναι ο εαυτός μας. Για να τα καταπατήσουμε, πρέπει να φτιάξουμε έναν καινούριο εαυτό. Όμως πώς μπορεί ο εαυτός να φτιάξει έναν καινούριο εαυτό, εφόσον ο μη-εαυτός που είναι και το μόνο υλικό από το οποίο μπορεί να φτιαχτεί ο καινούριος εαυτός;»
Ο αναγνώστης θα νιώσει το βάρος της σπουδαιότητας του βιβλίου, κυριολεκτικά και μεταφορικά, καθώς ο αφηγητής θα παρουσιάσει βαθιά φιλοσοφικά ζητήματα και καταστάσεις πίσω από τις γραμμές της μυθοπλασίας, ζητώντας του να πάρει θέση κάποια στιγμή. Μην σας φοβίσει ή ενοχλήσει η ανάγκη να επιστρέψετε σε κάποιες σελίδες, ξανά και ξανά. Το αντίθετο. Είναι ένα έργο που όσο προχωρά τόσο περισσότερο λύνεις τα μυστήριά του (λ.χ γιατί η τεχνική με τα κεφαλαία γράμματα σε κάποια επαγγέλματα και όχι η αναφορά των ονομάτων των ηρώων), όλο και περισσότερο σε ιντριγκάρει να αναζητήσεις τις πηγές της αλήθειας του και στο τέλος βγαίνεις μαγεμένος και δικαιωμένος για την αναγνωστική σου επιλογή. Ένα σπουδαίο έργο, όχι τόσο γιατί βραβεύτηκε ή επαινέθηκε, όσο γιατί μπορεί να μιλήσει ακόμα στις καρδιές των ανθρώπων, σχεδόν 75 χρόνια μετά. Άραγε δεν άλλαξε τίποτα;
Μόνο θερμά ευχαριστώ στις εκδ.Πόλις για την κυκλοφορία αυτού του βιβλίου & την ευκαιρία που μας δίνουν να το διαβάσουμε!
Παράθεμα: Culture mushup of 2020 | Mon petit Cafe de Humanite