Το βιβλίο της Παρασκευής

1605287030609

Επιστροφή της αγαπημένης στήλης του blog με φθινοπωρινή πλέον διάθεση!

Το παρακάτω κείμενο δεν είναι μόνο μια νέα αναγνωστική πρόταση,αλλά είναι η προσωπική μου ματιά για ένα ξεχωριστό βιβλίο των ελληνικών γραμμάτων που αξίζει να αναζητηθεί!

<<>>

Στην επιστήμη του χρόνου, την Ιστορία, κυριαρχεί ένας άτυπος κανόνας: για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για ιστορικά γεγονότα πρέπει να παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα. Αυτό το διάστημα δεν βοηθά μόνο τον ερευνητή ή τον μελετητή να απομακρυνθεί χρονικά από τα γεγονότα, αλλά και να αποστασιοποιηθεί συναισθηματικά. Βοηθά δηλαδή τη ματιά του να μην επηρεάζεται από προσωπικά βιώματα και εμπειρίες.

Αυτό δεν ισχύει στο χώρο της λογοτεχνίας. Εκεί ο συγγραφέας έχει τα κατάλληλα εργαλεία να μπλέξει γλυκά την πραγματικότητα με τα μυθοπλαστικά στοιχεία. Βέβαια, όταν αναφερόμαστε στα ιστορικά μυθιστορήματα που, θέλοντας ή μη, είναι ισχυρό κομμάτι της Δημόσιας Ιστορίας, πρέπει να είμαστε προσεχτικοί ώστε να μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις επιλογές του συγγραφέα να αναδείξει γεγονότα και καταστάσεις. Έτσι, πολλές φορές ερχόμαστε αντιμέτωποι με έργα στα οποία παρατηρούμε το προσωπικό να γίνεται γενικό, αλλά και πολιτικό. Με αυτό τον τρόπο η εστίαση σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα προσδίδει βάρος ως σχόλιο του συγγραφέα στα όσα συνέβησαν, που καλό είναι να μην το προσπεράσει ο αναγνώστης. 

Όλα τα παραπάνω μπορεί να τα συναντήσει κανείς διαβάζοντας το νέο αφήγημα του Γιώργου Γκόζη, Θραύση Κρυστάλλων. Η πρώτη του μυθιστορηματική παρουσίαση, καθώς έχουν προηγηθεί αρκετά διηγήματα ή νουβέλες, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αμιγώς ως ιστορικό μυθιστόρημα. Η αφηγηματική μορφή του έργου ανήκει στο επιστολικό μυθιστόρημα, περιέχει όμως πολλά ιστορικά γεγονότα-σταθμούς στη ζωή του ήρωα. Το βιβλίο γράφεται όταν πλέον ο ήρωάς του, Άρης, είναι μεσήλικας και θέλει να εκφράσει με αυτόν τον τρόπο την βαθιά αγάπη του για τον εφηβικό του έρωτα, τη Μαρία. Ταυτόχρονα, όμως, μέσω αυτού εκτίθενται οι ψευδαισθήσεις της γενιάς που έζησε την εφηβεία της στη δεκαετία του 1980 και ενηλικιώθηκε το 1990. Ή μήπως όχι;

Η δωρική αφηγηματική μορφή του έργου διαπνέεται από μια βαθιά ειλικρίνεια. Γι’ αυτό, παρά την αυστηρότητα του, προκαλεί έντονα συναισθήματα στον αναγνώστη.  Θυμίζει εξομολόγηση, και αυτό δεν είναι το μόνο στοιχείο επιρροής από τη θρησκευτικότητα. Ο Άρης ανατρέχει στη διαδρομή της οικογένειάς του για να διαπιστώσει ότι, ό,τι συνέβη στη γραμμή του χρόνου (στον παππού, στον πατέρα του…) καθορίστηκε από επιλογές βασισμένες σε ηθικές αξίες. Μέσα από το πρίσμα της αντανάκλασης του καθρέφτη θα μιλήσει για ανθρώπους του περιβάλλοντός του που πάλεψαν για ιδανικά, για ένα καλύτερο αύριο, είτε προσωπικό είτε συλλογικό, αλλά ταυτόχρονα εξαπατήθηκαν και προδόθηκαν. Ο ίδιος θα φτάσει στο άλλο άκρο, καθώς θα θεωρήσει τον εαυτό του ως το τελικό θύμα διάψευσης όλων των παραπάνω.

Ο Γκόζης με το αφηγηματικό εύρημα του σπασμένου καθρέφτη, φέρνει τον ήρωά του αντιμέτωπο με τα θραύσματά του, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Στην προσπάθειά του να τα ενώσει, αλλά όχι να τα δικαιολογήσει, θα τα μετατρέψει από προσωπική σε συλλογική εμπειρία. Ο ήρωας θα διατρέξει τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα σκιαγραφώντας μια κομβική εποχή για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Θα αναφερθεί σε θεματικές που αφορούν την πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία και τον πολιτισμό ως φόντο στις προσωπικές και οικογενειακές επιλογές. Είναι χαρακτηριστικό όμως ότι θα επιμείνει στα πολιτικά γεγονότα και θα ασκήσει μια έντονη κριτική, καθώς η χρονική απόσταση τον βοηθά. Ο πολιτικός απολογισμός θα φτάσει μέχρι το σήμερα και θα αφορά τους πάντες. Από την ανάδειξη πολιτικών εκπροσώπων μέχρι τη φούσκα της ευμάρειας. Πού πήγαν οι ηθικές αναστολές; Θυσιάστηκαν όλα στο βωμό της εξουσίας και των χρημάτων; Και αυτό είναι ένα μεγάλο κατόρθωμα για έναν ήρωα, ακόμα και λογοτεχνικό, να παραδεχτεί τα λάθη του. Η οπτική του δεν είναι μονόπλευρη κομματικά ούτε χρωματικά (άσπρο- μαύρο), απλά το πολιτικό τραύμα της διάψευσης από το χώρο της ελληνικής μεταπολεμικής Αριστεράς και του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος διαγράφεται πιο έντονα.

Ο καθρέφτης αναδεικνύοντας τον διττό χαρακτήρα των παραπάνω καταστάσεων  αντικατοπτρίζει και τη διττή ταυτότητα του Έλληνα: πρόοδος και θρησκευτική ορθότητα, συνυπάρχουν παράλληλα.  Το ζήτημα της θρησκευτικότητας, όπως προείπαμε, επανέρχεται συνεχώς στις σελίδες του έργου παίρνοντας κάθε φορά διαφορετική μορφή: από τη μία η πίστη στους ανθρώπους, στις ιδεολογίες και από την άλλη οι αναφορές σε φράσεις θρησκευτικών κειμένων ή η χρήση του κεφαλαίου γράμματος σε λέξεις που παραπέμπουν σε πατερικά κείμενα. Ίσως να είναι ένα υφολογικό εύρημα του ήρωα (ή μήπως του συγγραφέα;) να μετατρέψει το προσωπικό σε οικουμενικό. Επίσης, το κείμενο βρίθει από διακειμενικότητες με άλλα έργα, τόσο της ελληνικής όσο και της ξένης λογοτεχνίας καθώς και με μουσικά κομμάτια και στίχους ελλήνων και αγγλόγλωσσων συνθετών. Ο συγγραφέας είναι ένας άτυπος μαέστρος σύνδεσης του πολιτισμού με την κοινωνία και κατ’ επέκταση με την πολιτική.

Και όλα αυτά θα ειπωθούν γιατί παρακινήθηκαν από τον Έρωτα. Με τη σειρά μας γράφουμε και εμείς με κεφαλαίο μια λέξη. Όχι μια τυχαία λέξη, καθώς ο ήρωάς μας τη θεωρεί κινητήρια δύναμη. Είναι η αγάπη για το συνάνθρωπο που τον οδηγεί σε λανθασμένες κινήσεις. Είναι αυτή που δίνει το θάρρος να εξιστορηθούν γεγονότα και καταστάσεις που πρέπει να αναμετρηθούν με μια σκληρή πραγματικότητα. Το βιβλίο του Γκόζη κυκλοφορεί σε μια εποχή που κλείνει μια σχεδόν δεκαετία δαιμονοποίησης της Μεταπολιτευτικής εποχής. Πάθη και ίντριγκες, προσωπικές και πολιτικές, ήρθαν στην επιφάνεια. Άραγε βγήκε κανείς καλύτερος απ’ όλα αυτά; Έπεσαν οι μάσκες; Υπάρχει μια δεύτερη ευκαιρία; Το βιβλίο είναι μια συγγνώμη του ήρωα στο χρόνο που χάθηκε, αλλά ταυτόχρονα μια υπενθύμιση για την  πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης. Ο συγγραφέας κλείνει το μάτι στον σύγχρονο αναγνώστη και τον προτρέπει από τη μία, αν έχει ζήσει τα ιστορικά γεγονότα, να κάνει την αυτοξιολόγησή του και από την άλλη, αν τα ακούει για πρώτη φορά, να αναζητήσει την αλήθεια, χωρίς απολυτότητες, και να διαμορφώσει τη δική του άποψη χωρίς να επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος.

Αν αυτό το κείμενο έχει ως στόχο να διαμεσολαβήσει τα θέλω του συγγραφέα με το κοινό του και να βγάλει τον αναγνώστη από τον λαβύρινθο που μπορεί να έχει βρεθεί τότε κλείνουμε με δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα του έργου:

«Είμαι ένας αφελής ηλίθιος που πίστεψε πως θα άλλαζε τον κόσμο. Εκείνον τον παλαιό κόσμο τον οποίο παλεύαμε από παιδιά. Μόνο που κανείς εκ του κόσμου τούτου δεν θέλησε να αλλάξει ο ίδιος. Διότι όλοι θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά κανείς τον εαυτό του

«(…)Πόσα σχέδια επί σχεδίων για την Εξουσία; Ανέκαθεν αναρωτιέμαι, όλοι όσοι ασχολούνται με τη διαχείρισή της δεν έχουν κάτι καλύτερο να κάνουν;(…) Δεν έχουν φίλους να τους αφιερώσουν τον εαυτό τους; Δεν έχουν παιδιά να παίξουν μαζί τους; (…)Για ποιο λόγο τόση μηχανορραφία πια;(…) Για να ανακυκλήσουν αέναα την επανεκλογή τους με αυτοσκοπό την Εξουσία;»

<<>>

Σας ευχαριστώ πολύ για μια ακόμη φορά που βρίσκεστε εδώ και διαβάζετε αυτό το blog!

Μπορείτε να βρείτε εδώ όλα τα υπόλοιπα άρθρα της στήλης Το βιβλίο της Παρασκευής.

Στο fun page του blog  στο Facebook μπορείτε να συνεχίσετε να βλέπετε οτιδήποτε προτάσεις ξεχωρίζω από το χώρου του Πολιτισμού, των Γραμμάτων & των Τεχνών.

Στέλνω τις πιο όμορφες ευχές μου σε όλους σας!

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Το βιβλίο της Παρασκευής

  1. Παράθεμα: Ξεφυλλίσματα Νο12 | Mon petit Cafe de Humanite

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s